Dictionary of Greek. 2013.
χαντζαριά — και χατζαριά, η, Ν χτύπημα ή πληγή με χαντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek